- προσδιαναγκάζω
- Ααναγκάζω κάποιον ή κάτι ακόμη, κάνω κάποιον ή κάτι ακόμη να βιαστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + διαναγκάζω «επιφέρω βία, αναγκάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσδιαναγκάσει — προσδιαναγκάζω assist in forcing aor subj act 3rd sg (epic) προσδιαναγκάζω assist in forcing fut ind mid 2nd sg προσδιαναγκάζω assist in forcing fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιαναγκάσῃ — προσδιαναγκάζω assist in forcing aor subj mid 2nd sg προσδιαναγκάζω assist in forcing aor subj act 3rd sg προσδιαναγκάζω assist in forcing fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek